Φανφάρα η [fanfára] & Φαμφάρα η [famfára]:
- μουσική πανηγυρικού χαρακτήρα, που εκτελείται με χάλκινα όργανα
- ορχήστρα που αποτελείται από χάλκινα όργανα.
- (μτφ., συνήθ. πληθ.) α. πομπώδης, φλύαρος, κενός λόγος χωρίς ουσία: Mας ζάλισε το κεφάλι με τις φανφάρες του. β. πομπώδης και θορυβώδης εκδήλωση: Yποδέχτηκαν τον αρχηγό τους με φανφάρες.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Η τσιγγάνικη φανφάρα του Stojan Krstic-Tane είναι μια οκταμελής μπάντα χάλκινων οργάνων που εκπροσωπεί την τσιγγάνικη μουσική παράδοση της Σερβίας.